- ἀετογενής
- ἀετογενής, ές, prob.A bearing a mark in the shape of an eagle,
ἵππος Hippiatr.115
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἵππος Hippiatr.115
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀετογενεῖς — ἀετογενής bearing a mark in the shape of an eagle masc/fem acc pl ἀετογενής bearing a mark in the shape of an eagle masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek